έδρα

έδρα
η
1) сиденье; стул; кресло;

έδρα του δικοστού — судейское кресло;

βουλευτική έδρα — депутатское место;

έδρα του προέδρου — председательское место;

2) кафедра (университетская);

έδρα της Ιστορίας — кафедра истории;

3) церк, престол;
4) место, местопребывание, резиденция; 5) средоточие, центр;

έδρα του νοσήματος — очаг болезни;

6) седалище;
7) анат. задний проход; 8) мат. грань; ο κύβος έχει έξη έδρες у куба шесть граней

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έδρα" в других словарях:

  • ἕδρα — ἕδρᾱ , ἕδρα sitting place fem nom/voc/acc dual ἕδρᾱ , ἕδρα sitting place fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔδρα — ἔδρᾱ , δράω do imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… …   Dictionary of Greek

  • έδρα — η 1. αυτό όπου κάθεται κανείς, κάθισμα, θρόνος, σκαμνί, καρέκλα, πολυθρόνα. 2. κάθισμα πάνω σε βάθρο με γραφείο μπροστά ή με αναλόγιο ή με τραπέζι σαν βήμα, η καθέδρα: Έδρα καθηγητή, δικαστή, προέδρου. 3. μτφ., θέση ή αξίωμα καθηγητή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἕδρᾳ — ἕδραι , ἕδρα sitting place fem nom/voc pl ἕδρᾱͅ , ἕδρα sitting place fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγία Έδρα — Η έδρα του αρχηγού της καθολικής Εκκλησίας. Παλαιότερα ήταν η Ρώμη και τώρα το Βατικανό (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • ἕδρας — ἕδρᾱς , ἕδρα sitting place fem acc pl ἕδρᾱς , ἕδρα sitting place fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕδραι — ἕδρα sitting place fem nom/voc pl ἕδρᾱͅ , ἕδρα sitting place fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδραπέτευον — ἐδρᾱπέτευον , δραπετεύω run away imperf ind act 3rd pl ἐδρᾱπέτευον , δραπετεύω run away imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδράσας — ἑδρά̱σᾱς , ἑδράζω cause to sit fut part act fem acc pl (doric) ἑδρά̱σᾱς , ἑδράζω cause to sit fut part act fem gen sg (doric) ἑδράσᾱς , ἑδράζω cause to sit aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδράων — ἑδρά̱ων , ἕδρα sitting place fem gen pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»